Θέλω να πιστεύω – και η πίστη μου αυτή βγαίνει
πάντοτε πρώτη στον αγώνα της με τη γνώση – ότι, όπως και να το εξετάσουμε, η
πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα
έφτασε να καθιερώσει μιαν ο ρ θ ο γ ρ α φ ί α, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε
ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια
κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί
αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από
περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια.
Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή
γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε
ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη,
μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και
τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του
φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του
την υπόσταση, τον κοινωνικοποίησαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που
μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του
Αιγάλεω.