Σελίδες

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

O Kαστοριάδης, η φιλοσοφία και η επιστήμη
Mια πολύωρη συζήτηση του κορυφαίου διανοητή με τον Γ. Λ. Eυαγγελόπουλο παρουσιάζεται σε μορφή διαλόγου
Του Θαναση Φωκα*
Κορνήλιος Καστοριάδης
Φιλοσοφία και επιστήμη

Ενας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο

Πρόλογος Γιώργος Γραμματικάκης

εκδ. Ευρασία, σελ. 156

Eχει όντως φθάσει το «τέλος της φιλοσοφίας» όπως διακήρυξε ο Heidegger; Ποια είναι η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και φυσικής; Μπορεί να επεκταθεί το περίφημο θεώρημα του Gždel σε ολόκληρη την επικράτεια του θεωρητικού λόγου; Ποιος είναι ο ρόλος της Λογικής καθώς επίσης και της αυστηρότητας στη φιλοσοφία; Είναι πράγματι η ψυχανάλυση επιστήμη, όπως διετείνετο ο Φρόιντ; Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις επιστήμης και θεολογίας; Γιατί ο Aϊνστάιν δεν δέχθηκε ποτέ την κβαντομηχανική; Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ερωτήσεις που έθεσε ο Γεώργιος Λ. Ευαγγελόπουλος στο κορυφαίο φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη στην πολύωρη συνάντησή τους το 1996. Η συζήτησή τους σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και ιδιαίτερα στη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης παρουσιάζεται με μορφή διαλόγου σε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Είναι γνωστό ότι ο Καστοριάδης προσπάθησε όσο λίγοι μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής μας να πλησιάσει τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη, πράγμα για το οποίο, όπως ο ίδιος λέει, χρειάστηκε «πολλή δουλειά, πολύ πείσμα, πάθος και επιθυμία γνώσης».

Iσότιμος συνομιλητής
Παίρνοντας δεδομένη τη σπουδαιότητα του έργου του φιλοσόφου, ομολογώ ότι για μένα η αποκάλυψη του διαλόγου είναι ο Ευαγγελόπουλος. Το ότι αποδεικνύεται ισότιμος συνομιλητής αποτελεί αυτό καθεαυτό επίτευγμα. Θαύμασα την αγγλοσαξονική ακρίβεια με την οποία διατυπώνει τις σημαντικές ερωτήσεις του, καθώς επίσης και τις εμπεριστατωμένες παρεμβάσεις και παρατηρήσεις του. Σχετικά με τη φυσική και τα μαθηματικά, οι γνώσεις του Ευαγγελόπουλου φαίνονται πιο βαθιές από αυτές του φιλοσόφου (παράδειγμα, η συνομιλία για την τοπικότητα).

Μια άλλη προσφορά του Ευαγγελόπουλου, η οποία συμβάλλει σημαντικά στο χαρακτηρισμό αυτού του βιβλίου σαν «εκ των ουκ άνευ» είναι η τόσο ενημερωμένη και εντυπωσιακή σε εύρος βιβλιογραφία. Παρόλο που είναι γνωστό ότι ήταν ο ιδρυτικός διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του καταξιωμένου φυσικομαθηματικού περιοδικού «Quantum», είναι αξιοσημείωτο για ένα ερευνητή διεθνών σχέσεων του LondoSchool of Economics, να έχει τόσο εμβαθύνει στη φιλοσοφία, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες.
Tρεις παρατηρήσεις
Σε ένα βιβλίο που καλύπτει τόσα αμφιλεγόμενα θέματα, είναι επόμενο να υπάρχει μεγάλο περιθώριο για διαφωνίες. Λόγω ελλείψεως χώρου, θα περιοριστώ μόνο σε μερικές παρατηρήσεις:
1. Παρόλο που οι ερωτήσεις είναι διατυπωμένες με ακρίβεια, ορισμένες φορές ο φιλόσοφος δεν δίνει απάντηση ή η απάντησή του δεν είναι σαφής. Για παράδειγμα, στην ερώτηση αν συμφωνεί με τον J. P. Changeux ότι ίσως ο εγκέφαλός μας να είναι «προδιατεθειμένος» να αντιλαμβάνεται τον μαθηματικό τρόπο αναπαράστασης, ο φιλόσοφος αναφέρει την προφανή, και όχι άμεσα σχετική με την ερώτηση, θέση ότι η μαθηματική δημιουργική δραστηριότητα είναι έκφραση της γενικότερης δημιουργικής ικανότητας του ανθρώπου, σελίδες 96 και 97.
Eνα άλλο παράδειγμα είναι η ερώτηση αν είναι δυνατή σήμερα μια προσέγγιση στο πανάρχαιο φιλοσοφικό πρόβλημα νου - νόηση - ελεύθερη βούληση, χρησιμοποιώντας μόνο τις κλασικές φιλοσοφικές μεθόδους χωρίς την ενεργή συμμετοχή της επιστήμης. Ο φιλόσοφος απαντά κάνοντας μια ενδιαφέρουσα κριτική της τεχνικής νοημοσύνης. Αλλά η τεχνική νοημοσύνη είναι μόνο μία, και όχι η κύρια, από τις επιστημονικές προσεγγίσεις του παραπάνω προβλήματος. Είναι παράξενο ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στα σύγχρονα επιτεύγματα των νευροεπιστημών και στις εκπληκτικές καινούργιες τεχνικές της απεικόνισης της λειτουργικότητας του εγκεφάλου.
Aπόλυτη κριτική
2. Η κριτική του φιλοσόφου προς άλλους φαίνεται απόλυτη, συχνά μη πειστική και ορισμένες φορές αντιφατική. Για παράδειγμα, στην κατά τη γνώμη μου σωστή θέση του Δ. Αναπολιτάνου, ότι υπάρχει μια ομοιότητα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ορθολογικότητα στα μαθηματικά και στη φιλοσοφία, ο φιλόσοφος παρουσιάζει θέσεις που αποδεικνύουν τη μη ταυτότητα φιλοσοφίας και μαθηματικών αλλά όχι την έλλειψη ομοιότητας. Σαν παράδειγμα αντιφατικότητος (ακόμα και αν λάβουμε υπόψη την πολυσημασία του όρου πραγματικότητα) αναφέρω: «Η δημιουργία αξιωμάτων στα μαθηματικά δεν υφίσταται κανένα περιορισμό, ή καταναγκασμό, εκτός από τους τετριμμένους..., αντιθέτως η φιλοσοφία εργάζεται υπό έναν αυστηρό καταναγκασμό, αυτόν της πραγματικότητας. Η φιλοσοφία ασχολείται με την πραγματικότητα, ενώ τα μαθηματικά δεν ασχολούνται με αυτήν» (σελ. 77). Αργότερα όμως, ύστερα από μερικές λίαν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τα μαθηματικά, αναφέρει: «υπάρχει αυτή η εσωτερική αναγκαιότητα και αλληλοσύνδεση των μαθηματικών, η οποία πράγματι φαίνεται να πηγάζει από μια σκληρή πραγματικότητα. Δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις».


Eνα παράδειγμα απόλυτης θέσης είναι η κριτική του φιλοσόφου προς τους L. Wittgenstein, S. Weinberg, R. Feynmaκαι E. Witten, οι οποίοι πιστεύουν ότι ένας επιστήμονας ή ένας μαθηματικός δεν επηρεάζεται σοβαρά στο έργο του από τη φιλοσοφία. Σαν απόδειξη για το αντίθετο, ο φιλόσοφος αναφερόμενος στη δουλειά του Aϊνστάιν το 1905, γράφει (σελ. 65): «υπάρχει μια θεωρητική απόφαση, σύμφωνα με την οποία μόνο τα παρατηρήσιμα μεγέθη έχουν σημασία για τη φυσική... (αυτό) είναι μια φιλοσοφική αρχή». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τοποθέτηση για το τι είναι ουσιαστικό στην κατανόηση της φύσης, έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις. Γιατί όμως αυτό αποδεικνύει ότι είναι απαραίτητη η φιλοσοφία για τη δημιουργία μιας τέτοιας τοποθέτησης;


Κατά τη γνώμη μου, η σχέση μεταξύ επιστημονικής δημιουργίας και φιλοσοφίας δεν είναι μονοσήμαντη αλλά πολυδιάστατη: Η αναζήτηση της αλήθειας διαμέσου της επιστημονικής έρευνας αναπόφευκτα γεννά όλο και πιο βαθιά και πολυσύνθετα ερωτήματα, που με τη σειρά τους οδηγούν στην τάση για μια ενοποιημένη αντιμετώπισή τους, και κατά συνέπεια στη φιλοσοφία. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, γεννιούνται σε ένα ώριμο επιστήμονα, είτε το θέλει είτε όχι, οι δικές του φιλοσοφικές θέσεις, που βέβαια με τη σειρά τους επηρεάζουν την περαιτέρω επιστημονική του δημιουργία. Για παράδειγμα (όπως αναφέρεται και από τον φιλόσοφο, σελ. 66), ο Aϊνστάιν το 1927 πήρε διαφορετική θέση από αυτήν που είχε το 1905: «Τι θα πει παρατηρήσιμο; Η θεωρία αποφασίζει σχετικά με το τι είναι παρατηρήσιμο». Αυτή η καινούργια τοποθέτηση, που εξυψώνει τη θεωρία σε βάρος της παρατήρησης, ήταν το αποτέλεσμα της πολύμοχθης και έντονα μαθηματικής δραστηριότητάς του στα χρόνια 1905-1927, και βέβαια και των φιλοσοφικών προεκτάσεων που αυτή η δραστηριότητα δημιούργησε.

Γλωσσικά κατασκευάσματα
3. Ορισμένες θέσεις του φιλοσόφου φαίνεται να στηρίζονται περισσότερο σε γλωσσικά κατασκευάσματα και λιγότερο στην ουσία. Για παράδειγμα, αφού παρουσιάζει λίαν ενδιαφέρουσες απόψεις για τις σχέσεις μαθηματικών, μουσικής και δημιουργίας, λέει στη σελίδα 85: «συνοψίζω λέγοντας ότι, κατά την γνώμη μου, “η παράλογη αποτελεσματικότητα των μαθηματικών” οφείλεται στη συνολοταυτιστική τους διάσταση». Νωρίτερα όμως είχε πει ότι η ιδιότητα η οποία καθορίζει τα μαθηματικά είναι ακριβώς αυτή που ονομάζει συνολοταυτιστική (σελ. 74): «Λοιπόν τα μαθηματικά είναι συνολοταυτιστικά στη “δουλειά” τους». Αφού λοιπόν η ιδιότητα που ορίζει τα μαθηματικά είναι η συνολοταυτιστική, λέγοντας ότι η αποτελεσματικότητα των μαθηματικών οφείλεται στην συνολοταυτιστική τους διάσταση, λέει απλώς, ότι τα μαθηματικά είναι αποτελεσματικά εξ ορισμού (θέση που δεν θεωρώ διαφωτιστική). Κατά τη γνώμη μου, ο τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου γεννά αναπόφευκτα μαθηματική γλώσσα (αυτό είναι κάτι που μπορεί και πρέπει να ερευνηθεί). Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε όχι μόνο έχει δίκιο ο J. P. Changeux, ότι όντως έχουμε «προδιάθεση» στο να κατανοούμε τον κόσμο χρησιμοποιώντας μαθηματικές δομές, αλλά και εξηγεί την αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στην αναζήτηση και κατανόηση της αλήθειας.


Τελειώνοντας αναφέρω ότι ύστερα από πολλά χρόνια παραμέλησης η τόσο διαφωτιστική μορφή του Διαλόγου έχει ξαναγυρίσει στο προσκήνιο. Ο διάλογος του φιλοσόφου με τον Ευαγγελόπουλο τονίζει με τον καλύτερο τρόπο τη σπουδαιότητα αυτής της σωκρατικής μορφής επικοινωνίας.

* Ο κ. Θαν. Φωκάς είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής στην έδρα Ισαάκ Νεύτωνα του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ.
O Kαστοριάδης, η φιλοσοφία και η επιστήμη
Mια πολύωρη συζήτηση του κορυφαίου διανοητή με τον Γ. Λ. Eυαγγελόπουλο παρουσιάζεται σε μορφή διαλόγου

Του Θαναση Φωκα*
Κορνήλιος Καστοριάδης
Φιλοσοφία και επιστήμη

Ενας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο
Πρόλογος Γιώργος Γραμματικάκης

εκδ. Ευρασία, σελ. 156

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΝΕΩΝ ΘΕΣΕΩΝ

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΝΕΩΝ ΘΕΣΕΩΝ

Ακολουθούν οι κατηγορίες των όντων που θεωρούνται φύσει και θέσει σύμμαχοι των εξεγερμένων παιδιών. Σαν όλα τα κύματα, το ωστικό κύμα των παιδιών παρουσιάζει εγγενή χαρακτηριστικά, όπως πηγή, συχνότητα, μήκος ταλάντωσης, ένταση και αλλαγή συμπεριφοράς ανάλογα με την αγωγιμότητα των υλικών. Οι κατηγορίες που ακολουθούν υπολογίζονται ως καλοί αγωγοί του κύματος και αυτό μένει ν' αποδειχθεί

Η Ιστορια του Σπηλαιου του Πλατωνα

Φαντάσου τους ανθρώπους αυτούς αλυσοδεμένους εκεί μέσα από την παιδική ηλικία στα πόδια και στο κεφάλι. -Δε μπορούν να σηκωθούν, αλλά ούτε και το κεφάλι τους να στρέψουν δεξιά κι αριστερά. - Κάθονται έτσι, ώστε να έχουν την είσοδο της σπηλιάς πίσω τους και είναι αναγκασμένοι να βλέπουν πάντα μπροστά χωρίς μπορούν ποτέ να δουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε προς το φως, αφού δε μπορούν να κουνήσουν το κεφάλι τους. -Υπόθεσε τώρα, πως πίσω τους καίει μια μεγάλη φωτιά και πως μπροστά απ' τη φωτιά περνάει ένας δρόμος, που ένας τοίχος τον χωρίζει από τους αλυσοδεμένους. - Η λάμψη της φωτιάς πέφτει στο βάθος της σπηλιάς και φωτίζει καλά το εσωτερικό της. -Βάλε με το νου σου, πως την ώρα αυτήν, περνάνε από το δρόμο άνθρωποι κρατώντας λογής-λογής σκεύη, αδριάντες και άλλα πολλά πράγματα της ανθρώπινης εργασίας, μετάλλινα, μαρμάρινα, ξύλινα. -Οι άνθρωποι αυτοί, καθώς διαβαίνουν, κρατάνε τα αντικείμενα τόσο ψηλά, ώστε υψώνονται αυτά πάνω από τον τοίχο που χωρίζει τους αλυσοδεμένους από το δρόμο. - Οι σκιές τότε των αντικειμένων, θα πέφτουν μέσα στο εσωτερικό της σπηλιάς. -Οι αλυσοδεμένοι θα βλέπουν τις σκιές των αγαλμάτων αυτών, όμως τις σκιές των ανθρώπων που τα κρατούν δε θα τις βλέπουν, γιατί αυτές θα πέφτουν επάνω στον τοίχο που χωρίζει τους αλυσοδεμένους από τη φωτιά. -Κι αν μάλιστα τύχει και έλθει κάποιος απόηχος από τις φωνές εκείνων που περνούν πίσω από τους αλυσοδεμένους, τότε αυτοί θα νομίσουν πως ο απόηχος αυτός έρχεται από τις ίδιες τις σκιές. - Θα πιστέψουν, πως οι σκιές μιλάνε, αφού ποτέ δεν είδαν πραγματικούς ανθρώπους, ούτε κι άκουσαν λαλιά ανθρώπου. -Αν τώρα κάποιος λυθεί καμιά φορά από τα δεσμά του και σηκωθεί και μπορέσει να γυρίσει το κεφάλι του προς τα πίσω και δει τη φωτιά, τότε θα θαμπωθούν τα μάτια του από τη φωτοβολία της και θα πονέσουν και δε θ' αντέξουν για να δουν τα αγάλματα, που αυτών πριν έβλεπαν τις σκιές. - Κι αν μάλιστα βρεθεί εκεί κοντά του κάποιος, που έχει ζήσει μέσα στο φως και μέσα στον πραγματικό κόσμο και του πεί, πως όσα έβλεπε πριν, όταν ήταν αλυσοδεμένος, ήτανε σκιές και φάσματα, και πως αυτά που βλέπει τώρα, είναι τα πραγματικά, τα αληθινά, τότε θα παραξενευτεί, θα δυσπιστήσει σ' αυτά που του λέει ο άλλος και θα εξακολουθεί να πιστεύει, πως οι σκιές ήτανε πιο αληθινές από τα πραγματικά αγάλματα. -Υπόθεσε τώρα, πως ο άνθρωπος, που έχει ζήσει μέσα στο φως και στέκει εκεί κοντά σ' αυτόν που λύθηκε από τα δεσμά του και σηκώθηκε, αναγκάζει τον άλλοτε δεσμώτη να ρίξει τα μάτια του προς το φως. -Τότε αυτός που λίγο πριν ήταν ακόμα δεσμώτης, θα αποστρέψει το βλέμμα του από το φως και θα ξαναγυρίσει με τη ματιά του σ' εκείνα που έβλεπε πριν, δηλαδή στις σκιές, και θα πιστεύει, πως αυτές είναι πιο καθαρές από τα αγάλματα τα ίδια, που του δείχνει τώρα αυτός που έζησε μέσα στο φως. -Και τι θα γίνει, αν θελήσει κανείς να εξαναγκάσει τον πριν δεσμώτη να βγει έξω από τη σπηλιά και να ατενίσει το φως της ημέρας; -Τότε είναι δα που δε θα μπορέσει να ρίξει το βλέμμα του σε κανένα επάνω αντικείμενο, που το καταυγάζει το ηλιακό φως. - Αυτός θα πρέπει πρώτα σιγά-σιγά να συνηθίσει το ηλιακό φως. - Και πριν απ' όλα θα πρέπει να δει τις σκιές, που σχηματίζονται από τ' αντικείμενα με το ηλιακό φως. -Έπειτα πάλι θα δει και θα γνωρίσει τις σκιές των ανθρώπων, των ζώων και των πραγμάτων, καθώς σχηματίζονται μέσα στα ήρεμα ύδατα. -Και ύστερα πια θα δει τους ίδιους τους ανθρώπους, τα ίδια τα ζώα και τα ίδια τα πράγματα. - Αργότερα ακόμα θα δει τον ουρανό - και τη νύχτα θα τον δει πιο εύκολα, γιατί το φως των άστρων και της σελήνης είναι απαλό. - Και τελευταία πια θα στρέψει το βλέμμα του και προς τον ήλιο τον ίδιο. -Και τότε θα καταλάβει, πως ο ήλιος είναι ο δημιουργός των χρόνων και των ορατών αντικειμένων, των πραγματικών και των εικονικών. -Τη στιγμή πια αυτή θα θυμηθεί τη ζωή της σπηλιάς, θα αναλογισθεί τους άλλοτε συνδεσμώτες του, θα λογαριάσει τον εαυτό του ευτυχισμένο για την απολύτρωση από εκεί μέσα και θα αισθάνεται βαθύ οίκτο για κείνους που μένουν ακόμα δεμένοι εκεί μέσα στη σπηλιά. -Και αν υπήρχαν εκεί κάτω μεταξύ τους τίποτα αμοιβές και έπαινοι και τιμητικές διακρίσεις για εκείνον που έβλεπε οξύτατα τις σκιές όταν περνούσαν, και θυμότανε ακριβώς ποιες περνούν πρώτες, ποιες μετά ή μαζί, και επομένως θα ήταν σε καλύτερη θέση από κάθε άλλον να πει από πριν ποια σκιά έμελλε να παρουσιαστεί σε ορισμένη στιγμή, τι λες, θα είχε μεγάλη επιθυμία γι' αυτά ακόμη, και θα ζηλεύει εκείνους που είχαν τέτοιες τιμές εκεί κάτω και υπερείχαν μ' αυτόν τον τρόπο απ' όλους τους άλλους ή θα πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμάει χίλιες φορές να ζει στον επάνω κόσμο και να είναι δούλος ενός φτωχού ανθρώπου και να υποφέρει οτιδήποτε άλλο παρά να εξακολουθεί να ζει όπως τότε εκεί κάτω, και να πιστεύει τα ίδια πράγματα; -Και πρόσεξε ακόμη κι αυτό. - Εάν αυτός ο άνθρωπος πήγαινε πίσω και έπαιρνε την παλιά του θέση, δε θα γινόταν πάλι σαν τυφλός από την ξαφνική αλλαγή από τον ήλιο στο σκοτάδι; -Και εάν, ενώ ακόμη δε διέκρινε τίποτα, και πριν ακόμη αποκατασταθεί η όραση του, πράγμα για το οποίο θα χρειαζότανε όχι και λίγος χρόνος, εάν λοιπόν γινότανε ανάγκη να διαγωνιστεί με τους άλλους τους παντοτινούς δεσμώτες και να πει τη γνώμη του για τις σκιές που περνούν, δε θα τους προξενούσε πολύ γέλιο και δε θα έλεγαν γι' αυτόν ότι επέστρεψε από εκεί που ανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και ότι δεν αξίζει τον κόπο να έχει κανείς την επιθυμία να ανεβεί στον πάνω κόσμο; -Και αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει τα δεσμά και να τους ανεβάσει επάνω, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους;